- οἰκηματικός
- οἰκ-ημᾰτικός, ή, όν,A of a dwelling-house or room, D.L.5.55.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οικηματικός — οἰκηματικός, ή, όν (Α) [οίκημα] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο οίκημα, στην οικία («τῶν οἰκηματικῶν σκευῶν», Διογ. Λαέρτ.) … Dictionary of Greek
οἰκηματικῶν — οἰκηματικός of a dwelling house fem gen pl οἰκηματικός of a dwelling house masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)